- λυκοδίωκτος
- λῠκο-δίωκτος [ῐ], ον,A wolf-chased,
δάμαλις A.Supp.351
(lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δάμαλις A.Supp.351
(lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυκοδίωκτος — λυκοδίωκτος, ον (Α) αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + δίωκτος (< διωκτός < διώκω), πρβλ. δημο δίωκτος, κυκλο δίωκτος] … Dictionary of Greek
λυκοδίωκτον — λυκοδίωκτος wolf chased masc/fem acc sg λυκοδίωκτος wolf chased neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek